Οι διαταραχές μπορεί να οφείλονται σε λειτουργικά ή οργανικά αίτια εγγενούς ή επίκτητης προέλευσης. Τα αίτια χωρίζονται σε 3 κατηγορίες.
Οι διαταραχές του λόγου εκδηλώνονται περισσότερο με τις παρακάτω μορφές:
Αίτια των διαταραχών του λόγου
Οι διαταραχές μπορεί να οφείλονται σε λειτουργικά ή οργανικά αίτια εγγενούς ή επίκτητης προέλευσης. Τα αίτια χωρίζονται σε 3 κατηγορίες.
Οργανικά αίτια
Σε αυτά ανήκουν παραμορφώσεις και βλάβες του γλωσσικού οργάνου (πηγούνι, γλώσσα, μύτη). Ελαττώματα στην ακοή ή στην όραση αποτελούν συχνή αιτία διαταραχών του λόγου. Μπορεί να δημιουργήσουν ολική καθυστέρηση στην εξέλιξη της γλώσσας. Παιδιά με νοητική καθυστέρηση χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να μάθουν να προφέρουν τους φθόγγους ή να χρησιμοποιούν σωστά τη γλώσσα.
Ιδιοσυγκρασιακά αίτια
Μορφές διαταραχών του λόγου συνδέονται με κληρονομικούς παράγοντες. Σε ιδιοσυγκρασιακά αίτια οφείλεται η καθυστέρηση της αισθησιοκινητικής ωρίμανσης και η προδιάθεση για διαταραχές του λόγου.
Ψυχολογικά και κοινωνικά αίτια
Το χαμηλό κοινωνικο – μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας, ο μεγάλος αριθμός παιδιών, οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, η έλλειψη κινήτρων, ενδιαφέροντος και ευκαιριών για διάβασμα ασκούν ανασταλτική επίδραση στην εξέλιξη του γλωσσικού οργάνου. Επίσης διαταραχές στο λόγο συναντούμε εξαιτίας συναισθηματικών ή ψυχογενών αιτίων, κακών γλωσσικών προτύπων, υπερπροστασίας, αυστηρότητας των γονέων, υπερβολικών απαιτήσεων, ιδρυματισμού, παλινδρόμησης, άγχους κ.λπ.
Συχνότητα των διαταραχών του λόγου
Οι περισσότερες γλωσσικές διαταραχές εντοπίζονται κατά την προσχολική ηλικία και ιδιαίτερα κατά την είσοδο του παιδιού στο σχολείο. Το 3-5% των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο παρουσιάζουν διαταραχές του λόγου και χρειάζονται ειδική θεραπευτική αγωγή. Περισσότερο ενδημούν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και εκδηλώνονται πιο συχνά στα αγόρια.
Καθυστέρηση του λόγου – Επιβράδυνση της γλωσσικής εξέλιξης
Εκτός από μερικές ξεχωριστές εικόνες διαταραχής λόγου, όπως η δυσλαλία, η δυσλεξία, η αφωνία κ.λπ., υπάρχουν διαταραχές λόγου που απλά παρουσιάζονται σαν μια γενική καθυστέρηση αντίληψης – επεξεργασίας – έκφρασης λόγου, που συχνά συνοδεύεται και με άλλες νευροψυχολογικές διαταραχές. Οι εκδηλώσεις από το λόγο και άλλες λειτουργίες μπορεί να είναι ελαφρές ή βαριές (όπως π.χ. σε ένα καθυστερημένο παιδί). Στην κατηγορία αυτή που αναφέρουμε εδώ μπορεί να συνυπάρχουν διαταραχές που περιγράφονται ξεχωριστά. Από την άλλη πλευρά, αυτά που αναφέρουμε εδώ είναι πιθανόν, μελετώμενα βαθμιαία, να περιγράφονται διαφορετικά στο μέλλον διότι είναι μια μεγάλη κατηγορία που περιέχει πολλές δυσλειτουργίες.
Στο ιστορικό των παιδιών αυτών μπορούμε να μάθουμε ότι άργησαν να μιλήσουν. Αργούν να πουν μαμά – μπαμπά, αργούν να μάθουν λέξεις, αργούν να κάνουν προτάσεις, το χρησιμοποιούμενο συντακτικό και γραμματική μένουν πίσω για την ηλικία, συχνά η ομιλία δεν είναι ευκρινής. Υπάρχουν διάφορες βαρύτητες της καθυστέρησης του λόγου. Οι ελαφρές μορφές ανακαλύπτονται εύκολα αν χρησιμοποιηθεί τεστ εκτίμησης λόγου, αλλά δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές κατά την έναρξη του δημοτικού. Όταν όμως το παιδί προχωρήσει σε μεγαλύτερες τάξεις, βρίσκεται σε δυσχερέστατη θέση. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ανιχνεύονται με ειδικά τεστ έγκαιρα (και προληπτικά) διαταραχές του λόγου.
Στις ελαφρές μορφές, ο πεπειραμένος δάσκαλος μπορεί ν’ αντιληφθεί διάφορες μικροδιαταραχές, όπως ελαφρά δυσαρθρία, πτωχό λεξιλόγιο, πτωχές και βραχείες προτάσεις. Αργότερα, όταν αρχίζει το διάβασμα και το γράψιμο, παρατηρούνται έντονες διαταραχές. Όταν οι διαταραχές της καθυστέρησης του λόγου είναι πιο έντονες, τότε αυτές γίνονται αντιληπτές εύκολα. Η δυσαρθρία, το πτωχό λεξιλόγιο, οι ατελείς λέξεις, οι λάθος λέξεις, οι κακές προτάσεις παρουσιάζουν άλλοτε άλλη βαρύτητα και μπορεί να υπάρχει μια τέτοια διαταραχή, ώστε η επικοινωνία να είναι αδύνατη. Αν δεν συνυπάρχει καθυστέρηση, το παιδί μπορεί να καταλαβαίνει καλά, αλλά επειδή δεν μπορεί να μιλήσει επαρκώς, βοηθιέται με νοήματα. Στην προσχολική ηλικία, ένα παιδί με τέτοια διαταραχή μπορεί να τραβά τη μητέρα του από τη ρόμπα και να τη φέρνει σε ένα μέρος, δείχνοντάς της αυτό που θέλει, π.χ. νερό, ένα παιχνίδι κ.λπ. Αν η διαταραχή του λόγου δυσκολεύει πολύ το παιδί στην έκφρασή του, αυτό του δημιουργεί εκνευρισμό και επιθετικότητα.
Παιδιά που έχουν έντονη καθυστέρηση λόγου φαίνονται νωρίς και οι γονείς τα πηγαίνουν έγκαιρα για εξετάσεις και θεραπεία που δυστυχώς συχνά είναι ανεπαρκής από έλλειψη ειδικών. Tα παιδιά που έχουν ελαφρά καθυστέρηση του λόγου παραμελούνται και δεν αναγνωρίζoνται πολύ συχνά. Έτσι αν πρέπει να διαβάζουν και να γράφουν, έχουν τεράστιες δυσκολίες, με αποτέλεσμα συχνά να μένουν αγράμματα. Οι μητέρες που αντιλαμβάνονται ότι τo παιδί αργεί να μιλήσει και να «ξεκαθαρίσει» η ομιλία του περιμένουν, αρνούνται να δεχτούν ότι το παιδί έχει πρόβλημα.
Η καθυστέρηση στο λόγο μελετάται όσον αφορά τα ειδικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζει, σε συσχέτιση με το υπόστρωμα, δηλαδή τον εγκέφαλο.
Βασικό ρόλο παίζει και ο ψυχισμός. Όσο περισσότεροι παράγοντες παίζουν ρόλο ή επιπροστεθούν σε τυχόν καθυστέρηση του λόγου, τόσο πολύπλοκο γίνεται το πρόβλημα λόγω διαταραχής και άλλων λειτουργιών και έτσι αυξάνεται η δυσλειτουργία της σφαίρας του λόγου.
Μπορεί να υπάρχει κάποια διαταραχή του λόγου που να μην είναι σοβαρή, αλλά να συνυπάρχει μια κινητική διαταραχή που επηρεάζει την άρθρωση, την κινητικότητα του χεριού, δηλαδή το γράψιμο.
Η καλή επαφή με το οικογενειακό περιβάλλον και ιδίως με τη μητέρα στα πρώτα στάδια ζωής είναι απαραίτητα για τη φυσιολογική ανάπτυξη του λόγου. Διάφορα προβλήματα, μετέπειτα μπορεί να προκαλέσουν έντονα προβλήματα στη συμπεριφορά του παιδιού καθώς και τραυλισμό (τραυλισμός, κεκεδισμός), αρνητισμό (μερική ή πλήρη άρνηση στην ομιλία – mutismus) ή και άλλα έντονα προβλήματα στο λόγο, επειδή η εκπαίδευση των παιδιών αυτών είναι ανεπαρκής. Να σημειωθεί ότι σε μικρές ηλικίες παρατηρείται «φυσιολογικός» τραυλισμός όταν οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος γίνονται μεγαλύτερες και το παιδί προσπαθεί ν’ αντεπεξέλθει αλλά δυσκολεύεται. Επίσης αναφέρουμε, ότι έντονες διαταραχές στο λόγο παρατηρούνται και σε παιδικές ψυχώσεις, σπάνια νοσήματα του νευρικού συστήματος, π.χ. τρέμουλο στην ομιλία και στα χέρια, στο γράψιμο, ή σε βλάβες της παρεγκεφαλίδας.
Τα πιθανά αίτια και η θεραπευτική αντιμετώπιση της διαταραχής της γλωσσικής έκφρασης
Η ανάπτυξη της ικανότητας της γλωσσικής έκφρασης των παιδιών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ποσότητα των γλωσσικών ερεθισμάτων που δέχονται. Όταν τα παιδιά δεν έχουν αρκετές ευκαιρίες για διάλογο και ανατροφοδότηση, τότε περιορίζονται οι δυνατότητές τους να εκφραστούν λεκτικά και επομένως περιορίζεται η ανάπτυξη της ικανότητας άρθρωσης.
Η επίδραση του τρόπου λεκτικής επικοινωνίας της οικογένειας στη γλωσσική ανάπτυξη ενός παιδιού προσέλκυσε το ενδιαφέρον ορισμέ¬νων ερευνητών, καθώς οι γονείς αποτελούν για το παιδί γλωσσικά πρότυπα. Ο Whitehurst και οι συνεργάτες του (1988), συνέκριναν την ποιότητα της λεκτικής επικοινωνίας σε περιπτώσεις οικογενειών με ή χωρίς παιδί με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης. Μέσα από τις παρατηρήσεις τους, διαπίστωσαν πως οι γονείς διαφοροποιούσαν τον τρόπο επικοινωνίας τους με το παιδί ανάλογα με τις λεκτικές του ικανότητες. Στις περιπτώσεις όπου το παιδί δυσκολευόταν να κάνει μεγάλες προτάσεις, προσάρμοζαν και αυτοί ανάλογα τον τρόπο με τον οποίο του μιλούσαν. Επομένως, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις απόρριψης ή απομόνωσης των παιδιών, οι διαταραχές επικοινωνίας δεν φαίνεται να προκαλούνται από τον τρόπο ομιλίας των γονέων.
Ανατομικές μελέτες και μελέτες νευροαπεικόνισης έχουν δείξει πως τα φωνολογικά ελλείμματα, και ιδιαίτερα αυτά που έχουν σχέση με τη φωνολογική ενημερότητα και το συλλαβισμό, σχετίζονται με προβλήματα στη λειτουργία του εγκεφάλου. Μια ειδική οργανική αιτία, στην οποία μπορεί να οφείλονται ορισμένες περιπτώσεις προβλημάτων στη γλωσσική έκφραση, αποτελούν οι επαναλαμβανόμενες ωτίτιδες ή φλεγμονές του μέσου αφτιού οι οποίες είναι πιθανό να συνοδεύονται με απώλεια ακοής κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής. Αυτή η σχέση υποστηρίζεται και από το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώσεις, παιδιά ηλικίας 2 έως 3 ετών με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης τα οποία την ξεπέρασαν αρκετά γρήγορα, είχαν επανειλημμένα επεισόδια ωτίτιδας σε μικρότερη ηλικία. Η διαπίστωση αυτή φανερώνει πως οι ωτίτιδες του μέσου αυτιού κατά την κρίσιμη περίοδο για την ανάπτυξη της γλωσσικής έκφρασης μπορεί να δημιουργούν προβλήματα ομιλίας, τα οποία όμως φαίνεται πως σύντομα ξεπερνιούνται. Στις περιπτώσεις όμως όπου δεν υπάρχει ιστορικό με ωτίτιδες, τα αίτια της διαταραχής γλωσσικής έκφρασης μπορεί να αφορούν τη λειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος, οπότε και η διάρκεια των προβλημάτων είναι μεγαλύτερη.
Φαίνεται πως η γλωσσική ανάπτυξη σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό με γενετικούς παράγοντες, αλλά η ακριβής βάση αυτών των παραγόντων πολύ δύσκολα μπορεί να διευκρινιστεί.
Έχει βρεθεί, πως στο 70% των παιδιών με διαταραχές ομιλίας υπάρχει στο οικογενειακό τους ιστορικό κάποια αναφορά σε μαθησιακές δυσκολίες. Σε έρευνες που έγιναν σε περιπτώσεις μονοζυγωτικών διδύμων, ηλικίας 3 έως 5 ετών, διαπιστώθηκε πως τα παιδιά αυτά είχαν συχνότερα παρόμοιες δυσκολίες άρθρωσης σε σχέση με τα διζυγωτικά δίδυμα και τα παιδιά τα οποία δεν είχαν συγγενική σχέση. Παρά το γεγονός ότι τα ερευνητικά ευρήματα καταδεικνύουν τη δυσλειτουργία του εγκεφάλου, δεν μπορεί ακόμη να διευκρινιστεί με σαφήνεια η προέλευση αυτής της δυσλειτουργίας.
Στην προσπάθεια αντιμετώπισης των διαταραχών γλωσσικής έκφρασης και παρόμοιων διαταραχών επικοινωνίας θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η συχνή υποχώρηση των προβλημάτων αυτών μέχρι την ηλικία των έξι περίπου ετών, χωρίς να είναι αναγκαία κάποιου είδους παρέμβαση. Είναι όμως πολύ πιθανόν οι γονείς των παιδιών αυτών να αναζητήσουν τη βοήθεια και τις συμβουλές του ειδικού ώστε να κατανοήσουν την καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και να βεβαιωθούν ότι λειτουργούν με τρόπο που βοηθά αποτελεσματικά τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού τους. Επομένως, η ένταξη του παιδιού με διαταραχή γλωσσικής έκφρασης σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα σύντομης διάρκειας κρίνεται πολλές φορές σκόπιμη, με στόχο κυρίως την εκπαίδευση των γονέων σε τεχνικές οι οποίες μπορεί να διευκολύνουν τη γλωσσική έκφραση του παιδιού.